Τα είδη του μελιού καθορίζονται από την ποικιλία των φυτών ή των δέντρων που έχουν επισκεφθεί οι μέλισσες.

Η ιδιομορφία της Ελληνικής Φύσης και η νομαδικότητα της μελισσοκομίας προσφέρουν μια μεγάλη γκάμα χαρακτηριστικών ποικιλιών.

 

Η γεύση του μελιού ποικίλει ανάλογα με το φυτό, από το οποίο εξάχθηκε. Ποικίλει από έντονα γλυκιά μέχρι και πικρή. Μπορεί να έχει απαλή γεύση ή να ειναι οξύ και καυστικό. Μπορεί να είναι ελάχιστα αρωματικό έως πολύ αρωματικό. Όλα αυτά εξαρτώνται από την πηγή του νέκταρ, αλλά και από την ποιότητα του μελιού.

 

Η κρυστάλλωση του μελιού είναι φυσικό και φυσιολογικό φαινόμενο, και εν’γενει, δεν δημιουργεί προβλήματα στην ποιότητα του μελιού.

Η ταχύτητα κρυστάλλωσης εξαρτάται από το είδος του μελιού, τις κλιματολογικές συνθήκες που συλλέχθηκε και παρασκευάστηκε από τις μέλισσες, την περιεκτικότητα του σε πυρήνες κρυστάλλωσης (γύρη, κερί, σκόνη, φυσαλίδες αέρα κ.α), την περιεκτικότητα του σε σάκχαρα, την υγρασία που περιέχει, την θερμοκρασία φύλαξης, τις συνθήκες αποθήκευσης κ.α. Η υποβάθμιση του μελιού από την κρυστάλλωση έρχεται συνήθως από δύο γεγονότα : το πρώτο είναι η ανεξέλεγκτη θέρμανση του μέλιου και το δεύτερο είναι από την χοντροκρυστάλλωση που το απειλεί με οξείδωση (ξύνισμα).

 

Η συνιστώμενη δόση ποιοτικού μελιού είναι 1-3 κουταλιές της σούπας (ή και παραπάνω) ημερισίως από έναν υγιή ενήλικα. Εδώ δεν υπάρχει κάποιο θέμα υπερδοσολογίας μελιού, μιας και η μέγιστη ασφαλής δόση μελιού για έναν υγιή ενήλικα είναι της τάξης των 500gr ημερισίως!!! Άτομα που πάσχουν από ζαχαροδιαβήτη πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους.

Οι ευεργετικές ιδιότητες του μελιού δεν σταματούν εδώ. Περιέχει φλαβονοειδή που έχουν την ικανότητα να δεσμεύουν το σίδηρο, αποτρέποντας έτσι το σχηματισμό ελευθέρων ριζών, δημιουργώντας μια προστατευτική ασπίδα για το γενετικό μας υλικό.